- χρυσόσπερμον
- χρυσόσπερμονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσόσπερμον — τὸ, Α το φυτό αείζωο 2. το φυτό λεοντική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σπερμον, ουδ. τού σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ἀρακό σπερμον] … Dictionary of Greek